- καυλίσκος
- καυλ-ίσκος, ὁ, Dim. ofA
καυλός 1.1
, Dsc.4.114.2 branch of a candlestick, J.BJ7.5.5 (pl.).3 tube, catheter, D.S.32.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλός 1.1
, Dsc.4.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλίσκος — branch of a candlestick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλίσκος — ο (ΑΜ καυλίσκος) ο τρυφερός κορμός τών χαμηλών φυτών, μικρός βλαστός μσν. το κοίλο μέρος τής ρίζας τού φτερού αρχ. 1. το χερούλι τής λυχνίας 2. καθετήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + υποκορ. κατάλ. ίσκος] … Dictionary of Greek
καυλίσκοι — καυλίσκος branch of a candlestick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλίσκον — καυλίσκος branch of a candlestick masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλίσκου — καυλίσκος branch of a candlestick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek